Εφημερίδα Οξύλιθος Αρ. φύλλου 106, Απρίλιος-Μάιος 2004, σελ.1 και 6
Συνέντευξη με τη Μίνα Ζάννα
Όταν οι εμπειρίες και οι εικόνες μιας τόσο γεμάτης ζωής γίνονται λόγος, μένει στον αναγνώστη η χαρά του μοιράσματος μιας εξομολόγησης ουσιαστικής απ’ την πρώτη ως την τελευταία λέξη.
Στη Μαρία Χατήρα
-Πότε και πως ήρθατε στον Οξύλιθο;
Δικτατορία 1972. Ο Παύλος ήταν πολιτικός κρατούμενος. Είχε πάρει μια εξάμηνη αναστολή για λόγους υγείας και είχε βγει από τη φυλακή. Θέλαμε να πάρει λίγο καθαρό αέρα γιατί είχε πολύ ταλαιπωρηθεί. Τότε μαζί με κάτι φίλους είχαμε αγοράσει ένα μικρό ξερονήσι και θελήσαμε να κτίσουμε μια παράγκα. Πήραμε μια άδεια, πήραμε τα υλικά και αρχίσαμε να το κτίζουμε ήρθαν αξιωματικοί της Ασφάλειας αναιρέσανε την άδεια και είπαν ότι είμαστε επικίνδυνοι για να αποκτήσουμε εξοχικό σπίτι γιατί μπορεί να το κάνουμε γιάφκα. Αισθανόμασταν πραγματικά απόκληροι εκείνου του πολιτεύματος. Τότε ένας φίλος μου, μου είπε «ελάτε στην Εύβοια θα βρούμε κάτι». Πηγαίνοντας από εδώ και από εκεί και βλέποντας διαφόρους οικισμούς κουρασμένοι πια ερχόμασταν από την Παραλία, είχαμε περάσει και από την Πλατάνα. Ήταν μια χειμωνιάτικη λιακάδα κι όπως έπεφτε ο ήλιος της δύσης επάνω στο λόφο πεταχτήκαμε κι οι δυο από το αυτοκίνητο κι ο Παύλος και εγώ κι είπαμε εδώ πάνω θα κάνουμε ένα σπίτι. Ήτανε σαν να μας διάλεξε το μέρος!
Πήραμε το κομμάτι αυτό πάνω στο λόφο που ήταν όπως το θέλαμε από την οικογένεια Τσακλάνου. Ήρθαμε σ’ επαφή με το Βελιό το Γλυκό, ήρθαν οι αρχιτέκτονες εδώ που ήταν το ζεύγος Αντωνακάκη κι έφτιαξαν αυτό το σπίτι με πολλή αγάπη, κι είναι ένα σπίτι που φωτογραφήθηκε και βραβεύτηκε.
Τελικά, μια μέρα δίνεται μια αμνηστία και αντί να επιστρέψει ο Παύλος στη φυλακή, ελευθερώνεται και βρίσκεται στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων φωτογραφία του Παύλου και δική μου. Ξαφνικά οι εργάτες μας κοιτάζανε με κατεβασμένα μάτια ώσπου ένας απ’ αυτούς έρχεται και μου λέει στο αυτί «Ο άντρας σου είναι παλικάρι».
Οι συμπαθέστατοι εργάτες ερχόντουσαν και μας λέγανε μια καλή κουβέντα και το πράγμα πήγε πάρα πολύ καλά και απ’ όλους με κέφι, και βέβαια το σπίτι το έχτισε με τόση συνείδηση και τόση τέχνη και τόση αγάπη ο Βελιός που αισθάνομαι πάντα ευγνωμοσύνη σ’ εκείνον και στους ανθρώπους που το χτισαν.
Το σπίτι μας έφερε γούρι, ο Παύλος δεν ξαναπήγε στη φυλακή και το ζήσαμε στην αρχή με μια στέρνα με μια χειροκίνητη αντλία χωρίς ρεύμα χωρίς τηλέφωνο χωρίς ανέσεις. Ήταν ένα πολύ απλό χωριάτικο σπίτι. Σιγά σιγά ενηλικιώθηκε και το σπίτι και τα παιδιά μας το χόρτασαν και όλοι οι φίλοι μας οι φίλοι. Έχει περάσει πολύς κόσμος από δω. Ήταν ένα σπίτι πολύ ανοιχτό σε φίλους.
-Τι σας τράβηξε στην περιοχή;
Ότι το τοπίο είναι ιδιαίτερου κάλλους δεν υπάρχει αμφιβολία και θα έπρεπε να μπορούσαμε να το προστατεύσουμε να μη γίνει ότι έγινε ο Ωρωπός και η Πλατάνα. Αν μπορούσαμε να κρατήσει η περιοχή την ομορφιά της τη φυσική θα ήτανε πολύ σημαντικό.
Αυτό που σίγουρα μας τράβηξε και αγαπήσαμε τον τόπο είναι οι άνθρωποι οι οποίοι είχαν κάτι διαφορετικό από όλους τους ανθρώπους της περιοχής. Είναι ανοιχτόκαρδοι και φιλόξενοι και μας δεχτήκανε ωραία. Ομολογώ ότι από τη μέρα που μπήκαμε σ’ αυτό το σπίτι και με τους ανθρώπους που είχαμε γνωρίσει αισθάνθηκα σαν να ήμουν είκοσι χρόνια εδώ πέρα.
Στην Αθήνα είχαμε μια πολύ έντονη ζωή με πολλές δραστηριότητες γιατί ο Παύλος είχε αναλάβει πολλές ευθύνες στον κινηματογράφο, στην ΕΡΤ, στο Σύλλογο λογοτεχνών. Εδώ ερχόμασταν και ησυχάζαμε μη έχοντας και τηλέφωνο ήτανε μια απόλαυση. Οι αγροτικές δουλειές ήταν κάτι που μας κούραζε και μας ξεκούραζε και το ζούσαμε μαζί. Ο Παύλος πρωί πρωί ξεκινούσε με τσουγκράνες πριόνια και κουβάδες και περιποιόταν το κτηματάκι μας. Αυτός ο υπέροχος τόπος κι αυτό το σπίτι ήταν ένας ιδεώδης τόπος για να δουλέψει κανείς ήσυχα. Δουλέψαμε πολλές ώρες και κάναμε δημιουργική δουλειά, εγώ με το πιάνο και ο Παύλος με τη λογοτεχνία με τη μετάφραση του Μαρσέλ Προύστ, είχε τις ευθύνες του στον κινηματογράφο, είχε τις διαλέξεις του, τα αρχεία της Πηνελόπης Δέλτα.
Είναι ένα μέρος που έχει δει να παίρνει σάρκα και οστά πάρα πολλή πνευματική δουλειά του Παύλου, δική μου αλλά και φίλων.
-Τι συνεχίζει να σας αρέσει και τι σας απωθεί εδώ;
Ένα πράγμα που με απωθεί είναι το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία. Όταν φτάναμε ανοίγαμε τη μικρή γαλάζια πόρτα που ταίριαζε στο κτίσμα το οποίο έπρεπε να είναι χαμηλό για να αντέχει στο βοριά. Τα δυο πέτρινα πεζούλια δεξιά και αριστερά από τη μικρή πόρτα σε καλούσαν να καθίσεις έξω.
Τώρα πια τα μάτια και η ψυχή πληγώνονται από ένα πελώριο κτίσμα που είναι μια δεξαμενή νερού που υψώθηκε έτσι ερήμην της ομορφιάς του τοπίου. Δίπλα στον παλιό ναΐσκο ξεπετάγεται μια στέγη με βιομηχανικά τούβλα, ένας νεόδμητος ναός. Απ’ τα δυο πεζούλια έχει φύγει το ένα και στη θέση του έχει στηθεί μια σιδερένια βέργα που τρυπάει την πέτρινη στέγη για να στηθεί κάποια τέντα. Έτσι χαλάει η ισορροπία ενός παλαιού και τόσο σοφά δομημένου κτίσματος.
Επίσης με απωθεί η οικολογική καταστροφή στο ποτάμι για την οποία λιγότερη ευθύνη έχει ο Οξύλιθος και περισσότερη τα χωριά που είναι πάνω από τον Οξύλιθο δηλαδή το Μονόδρι και οι Κονίστρες. Φοβούμαι ότι έχουν κάνει τους οχετούς τους επάνω στο ποτάμι και άπειρες χωματερές οι οποίες καταλήγουν σ’ αυτό, που με τα απόβλητά του καταλήγει στην παραλία εκεί όπου τα παιδάκια κάνουν μπάνιο.
Ο Σύλλογος Ορφέας προσπαθεί με προγράμματα περιβαλλοντικά να ενεργοποιήσει τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν την ευθύνη όλων μας. Με την ομιλία που έγινε στις 29 Μαΐου από τον καθηγητή Παπαγιάννη και με το περιβαλλοντολογικό πρόγραμμα που το φροντίζει η Ευαγγελία Βελισσαρίου θα μπορέσουμε να συμμετέχουμε στη γιατρειά αυτής της φοβερής πληγής. Αυτό που βλέπω γύρω και με πληγώνει είναι τα σκουπίδια και τα απόβλητα.
Χαρακτηριστικό είναι ότι πέρσι ήρθε μια ομάδα φοιτητών από ξένα πανεπιστήμια και μερικοί Έλληνες οι οποίοι φιλοξενήθηκαν στην Κύμη και ανοίξανε το παλιό μονοπάτι που πήγαινε στο μύλο του Σαντά στο ποτάμι που είναι κοντά στους Ανδρονιάνους. Ήταν ένα μονοπάτι που είχα προσπαθήσει πολλές φορές να το προσπεράσω κι ήταν αδιαπέραστο γιατί είχε κλείσει τελείως με τα χρόνια είχε μείνει σε αχρηστία. Αυτά τα παιδιά ανοίξανε έναν υπέροχο περίπατο, σε μια χαράδρα δίπλα στα νερά με τρεις ωραίους δρόμους μέσα στη ρεματιά. Αυτοί προσφέρανε στον τόπο κι εμείς έχουμε κάνει δεκαπέντε χωματερές που ρίχνουμε τώρα τα σκουπίδια εκεί. Αυτό δεν μπορώ να το ανεχτώ, ούτε να το βλέπω ούτε να το σκέφτομαι.
Είναι απαραίτητη ανάγκη να καταλάβουμε τι είναι η ομορφιά. Η ομορφιά είναι το κεφάλαιό μας. Αν κάποτε έρχονται άνθρωποι εδώ θα είναι είτε γιατί έχουμε κρατήσει κάτι από τις παραδόσεις και τα παλιά μας ωραία σπίτια είτε για την ομορφιά. Αν αυτή την καταστρέψουμε και κάνουμε ότι έγινε στη Μουρτερή δε θα τραβάμε κανέναν πια.
-Η δραστηριοποίηση σας σε θέματα που αφορούν τον Οξύλιθο και γενικότερα την περιοχή μας- και μέσω του Συλλόγου «Ορφέας» πως προέκυψε και πως προχωρά; Έχουν μέλλον οι Σύλλογοι γενικά και πως μπορούν να βοηθήσουν;
Το 1995-96 υπήρχαν ακόμη κοινότητες και πρόεδρος ήταν ο Δημ. Παπαϊωάννου, ένας άνθρωπος με συνείδηση κοινωνική. Με μια παρέα με νέους ανθρώπους ξεκίνησαν να κάνουν πολιτιστικές εκδηλώσεις και μου ζήτησαν να τους βοηθήσω.
Επειδή κοντά σε μας ήρθανε κι άλλοι άνθρωποι πνευματικοί και κάνανε σπίτια όπως είναι ο ζωγράφος Άλκης Πιερράκος με τη γυναίκα του Μαρία τότε έγινε μια υπέροχη έκθεση ζωγραφικής του Άλκη Πιερράκου ο οποίος ήταν εκεί και ξεναγούσε και εξηγούσε και έκανε διάλεξη πάνω στη σύγχρονη ζωγραφική. Βοηθούσε τότε πολύ και ο Μπάμπης Θεοδώρου-γλύπτης ο οποίος είχε κάνει και ένα εργαστήριο τέχνης, το οποίο ήταν πολύ καλό και μακάρι να ξαναγινόταν. Τότε έγιναν μια σειρά εκδηλώσεις οι οποίες όταν πάψαμε να έχουμε πρόεδρο κοινότητας ατονήσανε για αρκετά χρόνια.
Το 2002 ήρθε μια μέρα η Ευαγγελία Βελισσαρίου, η δασκάλα του χωριού και ζήτησε τη βοήθειά μου στις πολιτιστικές εκδηλώσεις. Δέχτηκα γιατί αυτή είναι η δουλειά μου. Να κάνω εδώ μια μικρή παρένθεση και να περιαυτολογήσω για να πω με τι έχω ασχοληθεί. Η δουλειά μου είναι η μουσική αλλά ασχολήθηκα με ένα λιγότερο λαμπερό είδος μουσικής, με εκπαιδευτικά προγράμματα. Αυτό που μου άρεσε και πάντοτε έκανα-από το 1958 μέχρι πρόσφατα- ήταν να πηγαίνω σε μικρά πολιτιστικά κέντρα στις επαρχίες και να κάνω συναυλίες, όπου μιλούσα στους ανθρώπους δίνοντας τους κοινωνιολογικά και ιστορικά στοιχεία για τα χαρακτηριστικά των διαφόρων εποχών που δημιουργούν ένα στυλ. Έπαιζα πιάνο και ύστερα συζητούσα με το κοινό. Θέλω να πω ότι η δουλειά μου, αυτό που πάντοτε με ενδιέφερε ήταν να κάνω πολιτιστικές εκδηλώσεις σε μέρη που δεν έχουν πρόσβαση, γιατί θεωρώ ότι εμείς που είμαστε Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη κι έχουμε τόσα πολλά προνόμια έχουμε υποχρέωση προς τα μέρη που δεν τα έχουν.
Ως εκ τούτου η Ευαγγελία έπεσε στο ευαίσθητο σημείο μου. Σκέφτηκα, λοιπόν, την ημέρα που θα έρθει η Ευαγγελία να καλέσω κι άλλους ανθρώπους καθηγητάδες, δημοσιογράφους, ζωγράφους. Τους είπα λοιπόν ότι ο Οξύλιθος ως τώρα μας χάρισε την ομορφιά του, τη συγκέντρωσή μας στη δουλειά, έναν παράδεισο. Τώρα ήρθε η ώρα να δώσουμε κι εμείς κάτι στον Οξύλιθο, να τους βοηθήσουμε να κάνουν πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Εκείνη τη μέρα ήρθαν ο Αλέξανδρος Παπαγιάννης καθηγητής Φυσικής και Περιβαλλοντολογίας στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, η γυναίκα του καθηγήτρια γαλλικής φιλολογίας, ο δημοσιογράφος Παντελής Παντελούρης, υπεύθυνος τύπου στη Γερμανία, ο γιατρός Γ. Κουλούρης και ο καθηγητής Βαγγέλης Γλυκός.
Αρχίσαμε να συζητάμε και τότε τους είπα: «Πρέπει να ξεκινήσουμε όχι να συζητάμε να κάνουμε». Αυτό ήταν τέλος Σεπτεμβρίου 1 η Νοεμβρίου έγινε η πρώτη εκδήλωση και συμβολικά την αφιερώσαμε στα παιδιά. Η πρώτη εκδήλωση ήταν η Άλκη Ζέη και ύστερα ακολούθησαν όλα τα άλλα. Θέλουμε με πολλά θέματα να ασχοληθούμε, όχι πως θα κάνουμε κανένα θαύμα αλλά μια προσπάθεια και αυτό που επιθυμούμε είναι η συμμετοχή του ντόπιου στοιχείου. Το θέμα είναι να δραστηριοποιηθούμε γιατί πιστεύω ότι σε κάθε επαρχία υπάρχει ένα δυναμικό το οποίο χρειάζεται μια αφύπνιση κι υπάρχουν άνθρωποι που είναι άξιοι και έτοιμοι να δώσουν. Ελπίζουμε σιγά σιγά ότι θα’ ρθουνε κι άλλα μέλη. Έχουμε τώρα 25 μέλη στον Ορφέα αλλά είναι πολύ λίγα.
Σχετικά με το Σύλλογο Ευαγγελισμός ελπίζουμε ότι ορισμένες εκδηλώσεις μπορούμε να τις κάνουμε από κοινού και να έχουμε κοινά ενδιαφέροντα και να ενώσουμε τις δυνάμεις μας. Πιστεύω ακράδαντα και θέλω να το πω ότι δεν μας ενδιαφέρουν οι πολιτικές παρατάξεις. Είμαστε πέρα από αυτές. Για να υπάρξει πολιτισμός δεν μπορεί να γίνεται με μικροπολιτικούς όρους και με ανταγωνισμούς, γιατί θα καταρρεύσει. Η συνεργασία που έχουμε με το Δήμο είναι πέρα από οποιαδήποτε πολιτική, απλά ο Δήμος έτυχε να είναι πρόθυμος να βοηθήσει.
-Πως βλέπετε τη λειτουργία του Ωδείου ως ιδέα, ως εφαρμογή, ως αποτέλεσμα;
Δυστυχώς δεν έχω καμιά γνώση του Ωδείου. Δεν θα μ’ άρεσε να ανακατευτώ σε κάτι που δεν θα μου το ζητήσουν. Ξέρω ότι λειτουργεί ένα Ωδείο με ορισμένα όργανα και αυτό δεν μπορεί να είναι παρά μόνο θετικό. Το αποτέλεσμα δεν το γνωρίζω γιατί δεν έχω πάει ούτε σε εξετάσεις ούτε έχω γνωρίσει καθηγητές. Ασφαλώς όμως είναι θετικό να υπάρχει ένα Ωδείο.
-Πως μπορούν οι νέοι να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους; Τι θα τους προτρέπατε;
Με τη συνεργασία. Τα μικροκομματικά και τα προσωπικά είναι αυτά που μας πάνε πίσω και δίνουν μια εικόνα της χώρας μας αρνητική. Ο τόπος μας πρέπει να τα ξεπεράσει αυτά.
Σκεφτήκαμε να μαζευτούνε οι γυναίκες και να δημιουργηθεί ένας συνεταιρισμός γυναικών που να μπορεί να παράγει όλα τα παραδοσιακά που γίνονται στο σπίτι τα σύκα, ο τραχανάς, η μαρμελάδα, το ψωμί, το τυρί, η ντομάτα η οικολογική, το βότανο, η κουρελού, το κέντημα. Θα γινόταν μια οικοτεχνία και ένας συνεταιρισμός, θα ήταν επομένως ενεργά οικονομικά μέλη και θα μπορούσαμε να έχουμε οικοτουρισμό.
Το Υπουργείο θα μας έδινε κονδύλια αν υπήρχε ένας πυρήνας, να πούνε τρεις γυναίκες εμείς το αναλαμβάνουμε.
Επίσης θα μπορούσε να γίνει αδελφοποιτό το χωριό με ένα χωριό στο εξωτερικό και να γίνει ανταλλαγή και να υπάρχει δουλειά και ένα κέφι. Αν εδώ μας φτιάξουν κανένα μεγάλο ξενοδοχείο χαθήκαμε. Αν ο Οξύλιθος κατάφερνε να κρατήσει την τωρινή κατάσταση θα ήταν μια όαση.
- Η επαρχία ερημώνει, είναι καταδικασμένη ή τελικά υπάρχει ελπίδα;
Η επαρχία κατά την γνώμη μου είναι ένας πολύ γόνιμος τόπος. Οπωσδήποτε οι νέοι πρέπει να κάνουν ταξίδι να φύγουν μια εποχή για ν’ ανοίξουν τα φτερά τους, για να μάθουν για να δούνε άλλα πράγματα. Ωραίο είναι όμως ότι μαθαίνουμε και ότι κάνουμε αν μπορούμε ύστερα να το φέρνουμε πίσω. Αυτό για μένα θα ήταν μια ευχή. Δεν θεωρώ την επαρχία καταδικασμένη. Οι άνθρωποι οι πνευματικοί που ήρθαν εδώ και είχανε μια επαφή με τους ανθρώπους της περιοχής έμειναν όλοι ενθουσιασμένοι με το επίπεδο, με τον τρόπο σκέψης, με την ποιότητα και όλοι είπαν ότι θέλουν να ξανάρθουνε, αυτό νομίζω είναι χαρακτηριστικό.
Η ελπίδα για μένα είναι να γίνει αυτή η σμίξη που πάει να γίνει με τους πρωτευουσιάνους και το χωριό. Νομίζω ότι είναι μια απαραίτητη ένεση. Πρέπει να προστατέψουμε τον τόπο από την άναρχη παρουσία μεγαλοεπιχειρήσεων γιατί αυτές καταστρέφουν τους τόπους. Και αν με ρωτάτε για ελπίδα για μένα είναι οι νέοι που πρέπει να φεύγουν οπωσδήποτε για να γνωρίσουν πράγματα, να’ ρχονται πίσω φέρνοντας τη γνώση τους εδώ. Υπάρχει μια τέτοια τάση πια σε πολλά μέρη οι άνθρωποι εντέλει επιστρέφουν αφού δούνε τι χίμαιρα και τι ζούγκλα είναι οι μεγάλες πόλεις.
Εφημερίδα Οξύλιθος Αρ. φύλλου 108, Οκτώβριος -Δεκέμβριος 2004, σελ.1 και 6
Άλκης Πιερράκος
Ένας άνθρωπος πληθωρικός, καυστικός γεμάτος χιούμορ και αυτοσαρκασμό, απόλυτος και διαχρονικός στις απόψεις του με πάθος για την αλήθεια και την ουσία των πραγμάτων, μιλά για όσα αγαπά- τη ζωγραφική, το Παρίσι, τους νέους, τον Οξύλιθο -και για όσα αποστρέφεται-τον κακό Έλληνα, την πονηριά, τον υλισμό-με το δικό του ιδιαίτερο αυθόρμητο και συνάμα ποιητικό τρόπο…
Στη Μαρία Χατήρα
-Πως και πότε μπήκε στη ζωή σας η ζωγραφική;
Υπήρχε ανέκαθεν. Θυμάμαι τους γονείς μου να κοιμούνται το μεσημέρι κι εμένα να τους σκουντάω στο κρεβάτι για να δείξω στον πατέρα μου τι είχα σκαρώσει στο χαρτί. Δεν ήταν όπως κάνουν τα παιδάκια, που πάνε και δείχνουν αυτό είναι ένα σπιτάκι, αυτός είναι ο μπαμπάς, αυτός είναι ο καπνός.. Το έργο μου είχε ήδη …αισθήματα, ημιτόνια. Ήταν ζωγραφικούλα.
Ο Βατικιώτης, ο πατέρας της μάνας μου, που ήταν ναυτικός και είχα την τύχη να με μεγαλώσει κατά πολύ αυτός, με λάτρευε μ΄ έναν τρόπο πολύ αντρίκιο. Επειδή μυρίστηκε το ταλέντο μου με εφοδίαζε με καλές μπογιές, ήθελε να έχω σωστά πινέλα…. Επομένως η ζωγραφική μπήκε στη ζωή μου πάρα πολύ νωρίς.
Μέσα μου ήθελα πάντα να κάνω ζωγραφική κι επειδή είχαμε ορισμένα καλά βιβλία σπίτι είχα διαβάσει την «Ιστορία της Αναγεννήσεως στην Ιταλία» και είχα αντιληφθεί ήδη από τότε κάτι που έμαθα μετά ιστορικά, γιατί οι Ιταλιάνοι ήταν τόσο μεγάλοι στην Αναγέννηση: γιατί αντί να τρέμουν για τη ζωή τους ασχολούντο με τις ωραίες τέχνες. Την Ελλάδα δεν την άγγιξε το φαινόμενο της Αναγέννησης γιατί μας σκότωσε ο Τούρκος μας πλάκωσε η σκλαβιά. Τα 400 χρόνια δουλείας ήταν η μεγαλύτερη ατυχία. Η Τουρκία ήταν η μεγάλη καταστροφή.
-Τι ρόλο έπαιξε η οικογένεια, το περιβάλλον σας;
Η οικογένειά μου δεν ήτανε απλώς κατεστημένο, τουναντίον. Το κατεστημένο το είχαμε βέβαια πίσω μας, γιατί ήξερα ότι η θεία μου η Λασκαρίδου ήτανε μια καλή ζωγράφος στο Μόναχο, γιατί ήξερα ότι ο Κωστής Παλαμάς ήταν ο μεγάλος θείος μου. «Ήταν ένα background – όπως έγραψε πολύ σωστά η κόρη μου -μεγαλοαστού αλλά με δυνάμεις!».
Κι ενώ είχα μια μάνα που ήταν ο νόμος, που δε συγχωρούσε, είχα έναν πατέρα που ήταν όλο μουσική. Εγώ κοιμόμουν κάθε βράδυ με καλή μουσική, δεν κοιμήθηκα ποτέ σε ένα σπίτι κρύο, παγωμένο…
Μια μέρα, τώρα πρόσφατα, ονειρεύτηκα ότι ήρθε ο πατέρας μου και μου άστραψε δυο χαστούκια. Ξέρεις γιατί; Γιατί μου είχε πει κάποτε: « Δεν μπορείς να πεις Άλκη μου, ούτε ένα χαστούκι δε σου δωσα ποτέ». Όταν ξύπνησα, πανευτυχής είπα στη γυναίκα μου: «Βρε Μαρία, ελύθη ένα μεγάλο πρόβλημα, έφαγα τα χαστούκια που μου χρώσταγε ο πατέρας μου»>
Στο σχολείο ήμουνα καλός στην ιχνογραφία και τη μουσική. Αυτά είναι τα δυο μόνο πράγματα που ήμουνα καλός. Ήμουνα τυχερός γιατί είχα έναν καθηγητή, το Φορμόζη, που μ’ έμαθε να λατρεύω τα σωστά πράγματα. Το γερμανικό σχολείο σ’ έκανε μεν φασίστα αν ήσουνα από οικογένεια που είχε τέτοιες ρίζες αλλά αν μπορούσες να το υπερνικήσεις αυτό το εθνικοσοσιαλιστικό, σου έδινε πολύ καλές βάσεις. Τα ελληνικά ήταν καλύτερα του ελληνικού γυμνασίου, πράγμα που θα μου πεις, δεν είναι και τόσο δύσκολο. Τραγουδούσαμε και τραγουδούσαμε καλά, σε μια μεγάλη αίθουσα, μ’ έναν καθηγητή που άμα δεν ήσουνα προσεκτικός σου πέταγε το μάτσο με τα κλειδιά.
Οι Γερμανοί συμμαθητές μου ήταν μεγαλόσωμα παιδιά, δεν μπορούσα να τους ακολουθήσω στο δάσος, έμενα πίσω. Για να με μάθουν να κολυμπώ ξέρεις τι κάνανε; Μια μέρα με πέταξαν στα βαθιά και μετά η βάρκα έκανε πως φεύγει, για να αναγκαστώ να πάω κι εγώ από πίσω. Μεγάλωσα με σκληρό τρόπο.
Εγώ ήμουν πάντα ονειροπαρμένος, και οι υπόλοιποι, ιδίως ο μπαμπάς, πάντα συγκαταβατικοί. Δηλαδή, θυμάμαι τον έλεγχο, που ήταν καλός πάντα, αλλά έλεγε: «Είναι πάντα απρόσεκτος!». Δεν τους πείραζε. Με ήξεραν ότι είμαι απρόσεκτος!
Εγώ ήμουνα παρατηρητής, δεν με αφορούσε, ήθελα να ονειρεύομαι τα δικά μου…
Πρέπει να πω ότι μου δόθηκαν με τη γέννηση μου μαζί πολλά καλά πράγματα, όπως μου δόθηκε και ο σπόρος ενός κινδύνου θανάτου.
Όταν ο πατέρας μου πήρε διπλωματικό πόστο- από τα 13 μέχρι αυτήν την καταραμένη κατοχή που βρέθηκα εδώ και με βούτηξαν- ήμουνα σε ξένους τόπους. Στο Βελιγράδι, είδα ότι το δάσος έχει μέσα φράουλες ότι είναι πράσινο και έτσι γνώρισα τους δυο κόσμους.
Κατόπιν μου φάνηκε ακόμα πο σκληρή η κατοχή με το χώμα, τον ιδρώτα, τα τουφεκίσματα, δηλαδή μου φάνηκε ακόμη πιο όνειρο κάποια Ευρώπη. Το μεγάλωμα, όχι με τα ελληνικά δεδομένα, αλλά συγχρόνως και με τα ευρωπαϊκά, το φερε η τύχη…
-Ποια σχολή αντιπροσωπεύετε;
Όταν λένε στην Ελλάδα ιμπρεσιονισμός και εξπρεσιονισμός ανακάλυψα ότι δεν ξέρουν περί τίνος πρόκειται, ακόμα και άνθρωποι αρκετά σημαντικοί. Εγώ αντιπροσωπεύω κατ’ εμέ, έναν ορισμένο εξπρεσιονισμό, δηλαδή τα άγχη και τις αγάπες που γεννάει ένα χρώμα στον άνθρωπο. Όχι απλώς όπως περιγράφει ο ιμπρεσιονισμός, πόσο ωραία είναι η γη μας, με τις παπαρούνες, με τους αγρούς. Περιγράφω το μοντέρνο άνθρωπο, δηλαδή τα άγχη του.
Όταν ήμουνα μικρός, δηλαδή μέχρι και την κατοχή, περιέγραφα τον ευτυχισμένο κόσμο επειδή δεν είχαμε δει ακόμα τι θα πει πόλεμος και τι θα πει λαχτάρα, την είχα μόνο ακούσει από τον παππού. Ο ίδιος δεν είχε περάσει από την Κατοχή.
Εκεί άλλαξα.!… Άλλωστε η ακουαρέλα πάει με πιο γλυκά πράγματα, μετά ήρθε το λάδι το οποίο πάει με πιο σκληρά πράγματα.
-Πως βρεθήκατε στο Παρίσι;
Κάθε καλλιτέχνης έχει πρώτη πατρίδα την πατρίδα του και δεύτερη το Παρίσι. Κάτω από τα κεραμίδια του Παρισιού κοιμούνται άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο.
Στην αρχή το φοβήθηκα το Παρίσι. Λέω, οι Γάλλοι είναι είρωνες, θα με ειρωνευτούν. Μου είπε όμως η Μαρία η οποία αγαπά πολύ το Παρίσι. «Μη φοβάσαι το Παρίσι, εκτιμάει τόσο πολύ την αξία. Μπορεί να είναι σκληρό, αλλά θα σ’ αρέσει πολύ πιο πολύ απ’ το άκαρδο Λονδίνο», κι ενώ είχα κάνει Βασιλεία και Λονδίνο, πήγα τελικά στο Παρίσι. Και πήγα όχι σαν ένα παιδί από κάποιο χωριό με αρχές ματεριαλιστικές, αλλά με πάρα πολύ όνειρο, όχι για να κερδίσω τη ζωή δια της ζωγραφικής και να πω στους γονείς «βγαίνει και το ψωμάκι!».
Βέβαια, βρέθηκα αντιμέτωπος στο Παρίσι μ’ εκείνα τα πράματα που από μικρός είχα μυριστεί ότι δεν θέλω. Είδα κάποιους «συναδέλφους» πως φέρθηκαν, πως έφεραν ένα κλίμα πρωτόγονο. Η Μαρία με έκανε να καταλάβω τα καλά της Γαλλίας.
-Πως ήρθατε στον Οξύλιθο και τι σας κάνει να επιστρέφετε εδώ;
Η γυναίκα μου! Η οποία λατρεύει το μέρος. Εγώ στον Οξύλιθο πλήττω, όχι λόγω των Οξυλιθιωτών, λόγω της ΔΕΗ που μου κόβει το φως, του ΟΤΕ που μου κόβει το τηλέφωνο…
Μ’ έφερε κάποια πρότασις του Ζάννα, ο οποίος μου τηλεφώνησε μια μέρα στο Παρίσι και μου είπε: «Κάποιος πουλάει το χωράφι του και θα ήθελα να σε κάνω γείτονα εδώ πάνω. Είναι πολύ ωραία. Είναι σκληρά αλλά έχει μια μεγαλοπρέπεια. Είναι βαρύ τοπίο, δεν μπορείς να το ζήσεις αν δεν έχεις κότσια!». Έτσι ήρθαμε. Και δεν το ζήσαμε σαν ο λεφτάς που ήρθε απ’ το Παρίσι κι αγόρασε μια βίλα. Ήτανε δύσκολα τα χρόνια. Ήρθαμε φτωχά και δειλά. Όταν με αποκαλούν ο Γάλλος συγχύζομαι πολύ! Μπορώ να τους διδάξω πως να είναι Έλληνες! Αισθάνομαι πολύ πιο Έλληνας κι αυτό όχι επειδή είμαι του εξωτερικού και ονειρεύομαι αλλά επειδή αγαπώ την Ελλάδα αγνά. Είναι πιο ωραίο να λατρέψεις τον άλλο για το όνειρο παρά γι ‘ αυτό που έχει να σου δώσει.
Στην αρχή με πείραξε πάρα πολύ ο σκορπιός, το φίδι, οι διακοπές του ηλεκτρικού… Μ’ ενοχλεί η σκληρή ζωή που πρέπει να είσαι αγρότης για να την έχεις συνηθίσει. Εδώ ζούμε μόνοι. Στη Μαρία αρέσει η μοναξιά, δεν συμφωνεί διόλου με μένα που μ’ αρέσουν τα κορίτσια, η μεγάλη πολιτεία… Εγώ είμαι Παρισινός όχι με την κακή έννοια, υπάρχει μια ωραία ελευθερία στο Παρίσι που δεν την έχουν οι Έλληνες.
-Τι σας πληγώνει στην Ελλάδα;
Το Παρίσι είναι πολύ απρόσωπο, αλλά τη σκληράδα την απρόσωπη την προτιμώ από τη σκληράδα την ελληνική. Το νεοέλληνα, όπως έχει εξελιχθεί δεν μπορώ να μην τον κρίνω. Εδώ, ο κανών είναι η παρανομία και αλλού η εξαίρεση. Αυτό με θυμώνει λίγο στην Ελλάδα.
Επίσης αυτός ο ματεριαλισμός των Ελλήνων που έγινε αμερικάνικος με θυμώνει. Βλέπω ας πούμε την κυρία τάδε να θέλει μόνο το καλύτερο μακαρόνι ενώ μέσα στην κατοχή ήμασταν ο λαός που ψόφησε από την πείνα και τα πτώματα ήταν φουσκωμένα στο δρόμο.
Αυτό είναι η γρήγορη εξέλιξη περάσαμε απ’ το γαϊδούρι στη Μερσέντες και δεν είμαστε άξιοι ούτε της Μερσέντες ούτε αγαπάμε το γαϊδουράκι. Κάτι τέτοιο παθαίνουν και οι Έλληνες καλλιτέχνες όταν γυρνούν στην Ελλάδα είναι σαν να κολλούν μια αρρώστια. Κάνουν πολλές υποχωρήσεις για να πουλήσουν. Αλλά, έχω καταλάβει ότι οι νέοι μας θα μας βγάλουν απ’ αυτή την αηδία, διότι είναι πολύ πιο παστρικοί και πολύ πιο ιδεολόγοι. Η Ελλάδα γενικά είναι μια σκληρή μάνα η οποία όμως άμα πεθάνεις σε θυμάται. Τη σώζουνε όμως οι καλλιτέχνες ο Παπαδιαμάντης, ο Σολωμός οι μεγάλοι ζωγράφοι. Δεν τη σώζουνε οι υπερβολές τη σώζουνε οι αγάπες. Τη σώζει και την ομορφαίνει και μια παρτίδα τρέλα που έχει.
-Πόσο έχει επηρεάσει το έργο σας ο Οξύλιθος;
Πάρα πολύ! Δε φαντάζεσαι πόσο! Στα μισά έργα που κάνω έχω το λόφο του Οξυλίθου. Έχει μια μεγαλοπρέπεια το σβησμένο ηφαίστειο, το βαλσατικό τοπίο… Έχει την πέτρα και το ανάγλυφο και συγχρόνως το χαριτωμένο, οι μυγδαλιές την άνοιξη, η ελιά που είναι σαν μια γυναίκα έγκυος, οι αέρηδες, οι καρυδιές, η οσμή του φύλλου της καρυδιάς με τρελαίνει!
Το χωριό έχει δυο τινά, μερικούς πολύ αγνούς ανθρώπους που μου δίνουν αυτά που έψαχνα και μερικούς αηδείς που μου δείχνουν τι να μη γίνω. Όμως είμαι καλά εδώ έμαθα το πως είναι η δομή και λατρεύω τόσο πολύ τη φύση… Το δάσος της Κύμης το μπαλκόνι της Κύμης….
Απορώ μόνο μ’ αυτούς που’ ναι μες το χωριό, γιατί κλειδώνονται ο καθένας στον εαυτό τους αντί να πάνε να τα πούνε έστω μεταξύ ανδρών στο καφενείο, γιατί δεν καταφέρνουν να ονειρεύονται και λίγο…
Μ’ έμαθε πολλά το χωριό-όχι όλα θετικά- αλλά μερικούς ανθρώπους τους αγαπώ πάρα πολύ. Η κυρά Λένη η φουρναρίνα, που έφυγε από το φούρνο ήταν για μένα πολύ αγαπητή. Με τον Κασομούλη που έχει το συνεργείο, που είναι και μάγκας νιώθω καλά. Με τον Τάκη τον ταξιτζή, ακόμα πιο καλά. Επίσης, ελπίζω στα νέα παιδιά.
- Η ζωή και η τέχνη προχωράνε παράλληλα; Συμπορεύονται;
Τέλεια, τέλεια. Ζωή χωρίς τέχνη για τον καλλιτέχνη δεν υπάρχει. Γι’ αυτό και τα πήγαινα πάντα καλά με τις γυναίκες γιατί έχουνε μέσα τους το όμορφο και την τέχνη, γιατί θέλουν λουλούδια στο σπίτι, θέλουν να βάλουν τον πίνακα όσο καλό ή κακό μπορεί να’ ναι το γούστο τους.
Όταν κοιτάω την ελιά ο νους μου πάει στον Γκρέκο και στη βυζαντινή εικόνα στην ομορφιά της ορθοδοξίας της σκέτης της αυστηρής. Αυτό το σκέτο δεν υπάρχει πια. Πάνε στην εκκλησία όλα τ’ αυτοκίνητα και μετά επιστρέφουν για τη μαγειρίτσα. Εγώ πάω στην εκκλησία και σκέφτομαι τι γιορτάζεται, σκέφτομαι το Σολωμό που περιγράφει την άγια μέρα και λέει « μες της καρδιάς τα φύλλα γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα…».
Η ζωή και η τέχνη είναι ένα πράγμα κι ο κοινός τους παρονομαστής η αγάπη του ωραίου. Το ωραίο δεν είναι απαραιτήτως ένα βαζάκι χαριτωμένο. Το ωραίο είναι καμμιά φορά η περιγραφή της φτώχειας του αδύναμου. Ποιο αγαπάμε πιο πολύ απ΄ τα παιδιά μας; Εκείνο που έχει κάποια έλλειψη γιατί έχει ανάγκη.
- Τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα είναι αποτέλεσμα έμφυτου χαρίσματος ή δουλειάς; Στο δικό σας έργο ποιο είναι το κυρίαρχο;
Είναι έμφυτο χάρισμα αλλά κάποια μέρα καταλαβαίνεις ότι θέλεις και δουλειά. Για να γίνει αυτή η πάστα πρέπει να ξέρεις πως παντρεύεται το αυγό με τη χολή και πως ρουφάει το χαρτί. Το μέρος δουλειάς έχει σημασία αλλά ουαί κι αλλοίμονο αν αυτό δεν ξεπεραστεί και κάνεις συστηματικά κοκοράκια επειδή πουλιούνται.
-Τι είναι η έμπνευση; Είναι ανεξάντλητη ή στερεύει;
Αυτή είναι δύσκολη ερώτηση. Αν αρρωστήσεις μπορεί και να στερέψει. Πρέπει να κρατάς το σώμα σε όσο καλύτερη κατάσταση γίνεται γιατί αρχίζει να μη θέλει αλλά το μυαλό θέλει και πολύ μάλιστα. Μπορείς να το πολεμήσεις το στέρεμα αν είσαι αληθινός γιατί « όπως έχεις γίνεις έμπειρος που λέει και ο Καβάφης στην Ιθάκη δεν έχει τίποτα άλλο να σου δώσει το νησί. Άμα ταξίδεψες τα κατάλαβες όλα αυτά.».
-Τι ονειρεύεστε:
Θυμάμαι ένα λαϊκό τραγούδι στο οποίο βασιλεύει ο ήλιος και λέει «Ακόμη λίγο να δω ακόμη το ηλιοβασίλεμα, είναι πολύ ωραίο το ηλιοβασίλεμα….»
Ο Κλεμανσώ έλεγε στο φίλο του το Μονέ, το μεγάλο ζωγράφο ο οποίος είχε προβλήματα υγείας: «Αγαπητέ μου φίλε δε ζείτε τις δυσκολίες των γηρατειών αλλά ζείτε ένα ωραιότατο ηλιοβασίλεμα το οποίο σας εύχομαι να το χαρείτε μέχρι το τέλος…»